- τετραπαλαιστιαῖος
- τετρα-πάλαιστος, u. τετρα-παλαιστιαῖος, von vier Spannen, vier Spannen lang
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετραπαλαιστιαίος — αία, ον, ΜΑ τετραπάλαιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπάλαιστος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
τετραπαλαιστιαίων — τετραπαλαιστιαῖος fem gen pl τετραπαλαιστιαῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπαλαιστιαίους — τετραπαλαιστιαῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)